-
1 Good
adj.Pious: P. and V. εὐσεβής, θεοσεβής, ὅσιος.Serviceable: P. and V. σύμφορος, χρήσιμος, πρόσφορος, Ar. and P. ὠφέλιμος, V. ὀνήσιμος, Ar. and V. ὠφελήσιμος.Be good ( serviceable): P. and V. συμφέρειν, ὠφελεῖν, Ar. and P. προὔργου εἶναι, V. ἀρήγειν; see be of use under use.Good at speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν.Considerable in amount, etc.: P. and V. μέτριος.So far so good: see under Far.Be any good, v.; see Avail.Do good to: see Benefit.Make good, confirm, v. trans.: P. βεβαιοῦν.Prove: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν.Accomplish: see Accomplish.For good and all: see for ever under ever.Resolve to have uttered for good and all the words you spoke concerning this woman: V. βούλου λόγους οὓς εἶπας εἰς τήνδʼ ἐμπέδως εἰρηκέναι (Soph., Trach. 486).——————subs.Gain, profit: P. and V. κέρδος, τό.I have tried all means and done no good: V. εἰς πᾶν ἀφῖγμαι κουδὲν εἴργασμαι πλέον (Eur., Hipp. 284).What good is this to me? V. καὶ τί μοι πλέον τόδε; (Eur., Ion. 1255).What good will it be to the dead? P. τί ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (Ant. 140).The good ( in philosophical sense): P. τἀγαθόν, ἰδέα τἀγαθοῦ, ἡ.——————interj.P. and V. εἶεν.Bravo: Ar. and P. εὖγε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Good
-
2 Popular
adj.The popular voice: V. δημόθρους φήμη, ἡ.In favour with the people: Ar. and P. δημοτικός.Honoured: P. and V. ἔντιμος.For other reasons too the Athenians were no longer so popular in their government: P. ἦσαν δέ πως καὶ ἄλλως οἱ Ἀθηναῖοι οὐκέτι ὁμοίως ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες (Thuc. 1, 99).Charming: Ar. and P. χαρίεις.Music in the popular sense: P, ἡ δημώδης μουσική (Plat., Phaedo. 61A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Popular
См. также в других словарях:
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων … Dictionary of Greek
ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… … Православная энциклопедия
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Αμεδαίος — I (Amedeo). Όνομα Ιταλών ηγεμόνων του οίκου της Σαβοΐας (11ος 15ος αι.). 1. Α. A’(1000 – 1060). Κόμης της Σαβοΐας, γιος και διάδοχος του Ουμβέρτου του Λευκόχειρα, γενάρχη του οίκου, που πρώτος συγκρότησε το φέουδο –αργότερα κρατίδιο– της Σαβοΐας … Dictionary of Greek
Κάρνεγκι, Άντριου — (Andrew Carnegie, 1835 – Λένοξ, Μασαχουσέτη 1919). Αμερικανικός βιομήχανος και φιλάνθρωπος, σκοτσέζικης καταγωγής. Γιος Σκοτσέζου μετανάστη, δούλεψε στις ΗΠΑ πρώτα ως εργάτης σε νηματουργείο και ύστερα ως ιδιαίτερος γραμματέας του Τόμας Σκοτ… … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος, Μιχαήλ — (Πάπιγκο Ζαγορίου 1837 – Ρουμανία 1906).Φιλόλογος και φιλάνθρωπος από την Ήπειρο. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1861 ονομάστηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Τον ίδιο χρόνο έγινε συντάκτης στην εφημερίδα Εθνοφύλαξ και … Dictionary of Greek